- παραχειμασίᾳ
- παραχειμασίαι , παραχειμασίαwintering infem nom/voc plπαραχειμασίᾱͅ , παραχειμασίαwintering infem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραχειμασία — ἡ, ΜΑ η διαχείμαση, το ξεχειμώνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχειμάζω, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
παραχειμασίας — παραχειμασίᾱς , παραχειμασία wintering in fem acc pl παραχειμασίᾱς , παραχειμασία wintering in fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασίαν — παραχειμασίᾱν , παραχειμασία wintering in fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασίαις — παραχειμασία wintering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)